Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
άφερκτος — ἄφερκτος, ον (Α) αποκλεισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < απο * + είργω «εγκλείω, αποκλείω, εμποδίζω, κωλύω» (πρβλ. άερκτος)] … Dictionary of Greek
ἄφερκτος — shut out from masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)